- παθηματικός
- πᾰθ-ημᾰτικός, ή, όν,A liable to παθήματα, impressionable,
τὸ π. τῆς ψυχῆς μόριον Jul.Or.6.199c
. Adv. -κῶς f.l. in S.E.P.2.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ π. τῆς ψυχῆς μόριον Jul.Or.6.199c
. Adv. -κῶς f.l. in S.E.P.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παθηματικός — παθηματικός, ή, όν (Α) [πάθημα] ο υποκείμενος σε παθήματα, σε παθητικές καταστάσεις («τὸ παθηματικὸν τῆς ψυχῆς μόριον», Ιουλ.). επίρρ... παθηματικῶς (Α) με παθηματικό τρόπο … Dictionary of Greek
παθηματικόν — παθηματικός liable to masc acc sg παθηματικός liable to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)